- παγανισμός
- ο уст. идолопоклонство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παγανισμός — (από τη λατ. λέξη paganus = χωρικός). Η ειδωλολατρία και η πολυθεΐα. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τους χριστιανούς στους πρώτους 5 αι. του χριστιανισμού, κυρίως γιατί οι ειδωλολάτρες, διωγμένοι από τις πόλεις, κατέφευγαν στα χωριά (pagani =… … Dictionary of Greek
παγανισμός — ο (λ. λατ.), παρακμασμένη ειδωλολατρία, που διατηρήθηκε στα χωριά (pagi), μετά την επικράτηση του χριστιανισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Язычество — Запрос «Язычник» перенаправляется сюда; см. также другие значения. Традиционные религии … Википедия
ειδωλολατρία — Η λατρεία που αποδίδεται στα είδωλα (βλ. λ. είδωλο). Οι ελληνόφωνοι Εβραίοι και οι πρώτοι χριστιανοί χαρακτήριζαν ειδωλολάτρες εκείνους που λάτρευαν τις διάφορες θεότητες του ελληνικού, ρωμαϊκού, αιγυπτιακού και ανατολικού πανθέου. Οι λατινόφωνοι … Dictionary of Greek
παγανιστής — (I) ο, θηλ. ίστρια [παγανίζω] κυνηγός που μετέχει σε παγάνα. (II) ο, θηλ. ίστρια 1. οπαδός τού παγανισμού, μη χριστιανός, ενεργό μέλος μιας πολυθεϊστικής κοινότητας, ειδωλολάτρης 2. μτφ. άθρησκος και ηδονιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganus… … Dictionary of Greek